ετόσα

ετόσα
(Μ ἐτόσα)
επίρρ. μσν. και νεοελλ. διαλεκτ. τ. τού επιρρ. τόσο («μια αφέντρα και κερά ετόσα μπιστεμένη», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ε- ερμηνεύεται αναλογικά προς το ε- τού ε-τούτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ναμίμπια — Κράτος της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αγκόλα και με τη Ζάμπια, Α με την Μποτσουάνα και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Προσαρτημένη, ουσιαστικά, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”